κόλλοψ

κόλλοψ
κόλλοψ, -οπος, ὁ (Α)
1. κλειδί έγχορδου μουσικού οργάνου, κόλλαβος, στριφτάρι («ῥηϊδίως ἐτάνυσσε νέῳ περὶ κόλλοπι χορδήν», Ομ. Οδ.)
2. η λαβή με την οποία γύριζαν έναν τροχό
3. το χοντρό δέρμα στο κάτω μέρος τού αυχένα τών βοδιών ή τών χοίρων
4. κίναιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με λατ. callum «χοντρό δέρμα, κάλος», ενώ, κατ' άλλους, με τη λ., σκόλοψ «πάσσαλος, αγκάθι». Κατά λιγότερο πιθ. άποψη, συνδέεται (μαζί με τους τ. κόλλιξ, κολλύρα, κόλαβος) με το λατ. collum «αυχένας». Η μτφ. σημ. «κίναιδος» είναι αναλογική με τις χρήσεις τών λ. που σημαίνουν «δέρμα», πρβλ. κασαλβάς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κόλλοψ — peg masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλόπων — κόλλοψ peg masc gen pl κολλοπόω glue together imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κολλοπόω glue together imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλλοπα — κόλλοψ peg masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλλοπας — κόλλοψ peg masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλλοπες — κόλλοψ peg masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλλοπι — κόλλοψ peg masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλλοπος — κόλλοψ peg masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλλοψι — κόλλοψ peg masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλλοπ' — κόλλοπα , κόλλοψ peg masc acc sg κόλλοπι , κόλλοψ peg masc dat sg κόλλοπε , κόλλοψ peg masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλοπεύω — (Α) είμαι κόλλοψ, κίναιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλοψ, οπος «κίναιδος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”